Ἀντρών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντρων — ἄντρον cave neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντρῶνα — Ἀντρών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντρῶνας — Ἀντρών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντρῶνες — Ἀντρών masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντρῶνι — Ἀντρών masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντρῶνος — Ἀντρών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντρῶσιν — Ἀντρών masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek